πολυτρίχι — το είδος βρυόφυτου, αλλ. ιππουρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιππούριν — ἱππούριν και ἵππουριν, τὸ (Μ) το φυτό πολυτρίχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἵππουρος (είδος ένυδρου φυτού)] … Dictionary of Greek
πηγαδόχορτο — το, Ν το φυτό αδίαντο το κοινό, αλλ. πολυτρίχι … Dictionary of Greek
τριχοβότανον — τὸ, Α είδος φυτού, πιθανώς το κν. γνωστό σήμερα πολυτρίχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + βότανον] … Dictionary of Greek
τριχομανές — το, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα και περιλαμβάνει 300 περίπου είδη φτέρης τών τροπικών και υποτροπικών, κυρίως, περιοχών αρχ. το φυτό ασπλένιο, κν. γνωστό σήμερα ως πολυτρίχι.… … Dictionary of Greek
αδιάντο — (adiantum).Ονομασία γένους πτεριδοφύτων της οικογένειας των πολυποδιδών, που περιλαμβάνει πάνω από 100 είδη, καλλωπιστικά και φαρμακευτικά, ιθαγενή των θερμών και εύκρατων χωρών και κυρίως των υγρών περιφερειών. Τα φύλλα τους έχουν συνήθως μίσχο… … Dictionary of Greek
ακρόκαρπα — (acrocarpi). Επιστημονική ονομασία γένους φυτών, που συγκαταλέγονται στα βρύα. Διαφέρουν από τα άλλα γένη κατά το ότι τα θηλυκά όργανα αναπαραγωγής τους, δηλαδή τα αρχεγόνια και το σποριογόνιο βρίσκονται στην άκρη του βασικού στελέχους. Μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αδίαντο — το (φυτολ.), το φυτό πολυτρίχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)